ταγέρ

ταγέρ
το, Ν
βλ. ταγιέρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταγέρ — το άκλ. (λ. γαλλ.), γυναικείο ρούχο, που το πάνω μέρος του μοιάζει με αντρικό σακάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταγιέρ — και ταγέρ, το, Ν άκλ. είδος γυναικείου ενδύματος που αποτελείται από φούστα και σακάκι ίδιου υφάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tailleur «ράφτης, γυναικείο ένδυμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”